- μετεκβαῖμεν
- μετεκβαίνωgo from one into anotheraor opt act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετεκβαίνω — (Α) 1. βγαίνω από ένα μέρος και μπαίνω σε άλλο 2. (στον διάλογο) προχωρώ, προβαίνω σε άλλο θέμα («μετεκβαῑμεν εἰς ἕτερόν τινα λόγον», Πλάτ.) … Dictionary of Greek